- ζεβζεκιά
- η[ζεβζέκης]βλ. ζευζεκιά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζεβζεκιά — η 1. ανοησία, μωρία. 2. πράξη ή ενέργεια επιπόλαιη και χωρίς σύνεση. 3. απείθεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)